προβοδώ

προβοδώ
-άω και προβοδώνω και προβοδίζω, Ν
προπέμπω κάποιον που αναχωρεί, ξεβγάνω, κατευοδώνω, ξεπροβοδώ («τής Αρετής τά προβοδά με τον επιστολάρη», δημ. τραγούδι)
2. στέλνω μήνυμα σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. προβοδώ < αμάρτυρο αρχ. *προ-ευοδῶ (πρβλ. κατευοδώνω), ενώ το ρ. προβοδίζω < προβοδώ, κατά τα ρ. σε -ίζω. Κατ' άλλη άποψη, το ρ. παράγεται από το μσν. πρόβοδος «οδηγός» < λατ. providus < provideo «προνοώ» (πρβλ. σλαβ. provoditi, ιταλ. provvedere)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξεπροβοδίζω — και ξεπροβοδώ συνοδεύω κάποιον που αποχωρεί, κατευοδώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + προβοδώ / προβοδίζω] …   Dictionary of Greek

  • πρεπούμενος — η, ον, Ν 1. κατάλληλος, επιβαλλόμενος («έγιναν οι πρεπούμενες τελετές») 2. (το ουδ. ως ουσ. και κυρίως στον πληθ.) το πρεπουμενο και τα πρεπούμενα α) ό,τι αρμόζει ή δικαιωματικώς ανήκει σε κάποιον («τού δωσα το πρεπούμενο») β) το σωστό, το δίκαιο …   Dictionary of Greek

  • προβοδίζω — Ν βλ. προβοδώ …   Dictionary of Greek

  • προβοδώνω — Ν βλ. προβοδώ …   Dictionary of Greek

  • πρόβοδος — ὁ, Μ οδηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. προβοδώ] …   Dictionary of Greek

  • προβοδίζω — και προβοδώ προβόδισα, συνοδεύω για λίγο κάποιον που αναχωρεί, ξεπροβοδώ, ξεβγάνω, κατευοδώνω, προπέμπω: Μ αμάξια και με άλογα την κόρη προβοδούσε (Οδύσσεια, μτφρ. Σίδερη) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”