- προβοδώ
- -άω και προβοδώνω και προβοδίζω, Νπροπέμπω κάποιον που αναχωρεί, ξεβγάνω, κατευοδώνω, ξεπροβοδώ («τής Αρετής τά προβοδά με τον επιστολάρη», δημ. τραγούδι)2. στέλνω μήνυμα σε κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. προβοδώ < αμάρτυρο αρχ. *προ-ευοδῶ (πρβλ. κατευοδώνω), ενώ το ρ. προβοδίζω < προβοδώ, κατά τα ρ. σε -ίζω. Κατ' άλλη άποψη, το ρ. παράγεται από το μσν. πρόβοδος «οδηγός» < λατ. providus < provideo «προνοώ» (πρβλ. σλαβ. provoditi, ιταλ. provvedere)].
Dictionary of Greek. 2013.